Καλίνιν

Καλίνιν
Παλαιότερη ονομασία της πόλης Τβερ της Ρωσίας. Βλ. λ. Τβερ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Καλίνιν, Μιχαήλ Ιβάνοβιτς — (Mikhail Ivanovich Kalinin, 1875 – 1946). Ρώσος πολιτικός. Καταγόταν από αγροτική οικογένεια και από πολύ νωρίς πήρε μέρος στο επαναστατικό κίνημα της πατρίδας του. Για την επαναστατική του δράση φυλακίστηκε και εξορίστηκε πολλές φορές. Το 1900… …   Dictionary of Greek

  • λάμα — I Βουδιστές ιερείς. Βλ. λ. λαμαϊσμός· Δαλάι Λάμα. II Ποταμός της Ρωσίας, στις περιοχές Μόσχα και Καλίνιν. Βλ. λ. Μόσκοβας. * * * (I) η μικρή, λεπτή μετάλλινη πλάκα κοπτικού εργαλείου («λάμα μαχαιριού») 2. μικρό ξυραφάκι, λεπίδα που τοποθετείται… …   Dictionary of Greek

  • Βόλγας — (Volga). Ποταμός (3.688 χλμ.) στην ευρωπαϊκή Ρωσία, που εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Ευρώπης, τόσο σε μήκος όσο και στην ευρύτητα της λεκάνης απορροής (1.380.000 τ. χλμ.). Πηγάζει από τα υψώματα του Βαλντάι, κοντά …   Dictionary of Greek

  • Ζινόβιεφ, Γκριγκόρι Γιεβσέγιεβιτς — (Grigori Yevseevich Zinoviev, Κέρσον, Ουκρανία 1883 – 1936). Ρώσος πολιτικός, εβραϊκής καταγωγής. Πολύ νέος έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (1901), ενώ το 1903 ίδρυσε με τον Λένιν το κόμμα των Μπολσεβίκων. Έλαβε μέρος στην επανάσταση… …   Dictionary of Greek

  • Πράβδα — (= Αλήθεια). Ημερήσια σοβιετική εφημερίδα, επίσημο όργανο του KK της πρώην ΕΣΣΔ. Ιδρύθηκε στις 5 Μαΐου 1912 με πρωτοβουλία εργατών του Πέτρογκραντ και γρήγορα πέρασε στα χέρια του Λένιν. Στο διάστημα 1913 17 άλλαξε 8 φορές τον τίτλο της για να… …   Dictionary of Greek

  • Σβέρνίκ, Νικολάι Μιχαήλοβιτς — Σοβιετικός πολιτικός (Πετρούπολη 1888 Μόσχα 1970). Ήταν εργάτης μεταλλουργίας και το 1902 έγινε μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Καταδιώχτηκε για τα φρονήματα του από την αστυνομία, γεγονός που δεν τον εμπόδισε να πάρει ενεργό μέρος στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”